обособленность - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

обособленность - translation to πορτογαλικά


обособленность      
isolamento (m)
отчуждение      
(обособленность) isolamento (m), separação; {юр.} alienação (f), expropriação (f)

Ορισμός

обособленность
1. ж.
Отвлеч. сущ. по знач. прил.: обособленный (1*).
2. ж.
Отвлеч. сущ. по знач. прил.: обособленный (2*).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για обособленность
1. Этническая нетерпимость и обособленность нарастают.
2. Первый - в прямую оппозицию, второй - в обособленность.
3. Исчезла русская деревня, которая сохраняла региональную обособленность.
4. Народ почувствовал жесткую обособленность этого слоя.
5. - У вашей Лары ярко выражена некая внутренняя обособленность от мира.